τελλίνη

τελλίνη
η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και τέλλη και τέλλις Α
νεοελλ.
ζωολ. συγγενικό προς το γένος δόναξ γένος δίθυρων μαλακίων τής οικογένειας τελλινίδες είδη τού οποίου απαντούν και στην Ελλάδα
αρχ.
είδος μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω τού σχήματός του, ονομαζόταν και ξιφύδριον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. tellina].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τελλίνη — small bivalve shell fish fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελλινῶν — τελλίνη small bivalve shell fish fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελλίναις — τελλίνη small bivalve shell fish fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελλίνης — τελλίνη small bivalve shell fish fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελλίνας — τελλίνᾱς , τελλίνη small bivalve shell fish fem acc pl τελλίνᾱς , τελλίνη small bivalve shell fish fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tellina — telina o tellina (del gr. «tellínē») f. Cualquier *molusco lamelibranquio del género Tellina, del tamaño de una almeja y con conchas de colores brillantes; la Tellina incarnata es abundante en las costas españolas. * * * tellina. (Del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • ξιφύδριον — και, κατά τον Ησύχ., σκιφύδριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ξίφος) 1. μικρό ξίφος 2. η τελλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • τέλλη — ἡ, Α βλ. τελλίνη …   Dictionary of Greek

  • τέλλις — Όνομα διαφόρων μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους 5 γιους του Τισαμενού, γιου του Ορέστη, που συμβασίλευε με τους αδελφούς του Δαϊμένη, Σπάρτωνα και Λεοντομένη, μετά τον θάνατο του πατέρα του. 2. Ο πατέρας του Σπαρτιάτη… …   Dictionary of Greek

  • τελλινίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια ελασματοβράγχιων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tellinidae (< tellina, βλ. λ. τελλίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”